φερεστέφανος

φερεστέφανος
-ον, Α
1. αυτός που φέρνει τη νίκη
2. αυτός που παίρνει το στεφάνι τής νίκης, νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στέφανος (πρβλ. μνησι-στέφανος, χρυσο-στέφανος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φερεστέφανος — bringing victory masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεστέφανοι — φερεστέφανος bringing victory masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”